- πιπεριέρα
- η, Νεπιτραπέζιο, συνήθως γυάλινο, σκεύος στο οποίο τοποθετείται το πιπέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. σουπ-ιέρα, τσαγ-ιέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιπεριέρα — η πιπεροδοχείο (κατά το αλατιέρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπεροδοχείο — το, Ν η πιπεριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. πιπεροδοχείον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιπεροδοχείο — το πιπεριέρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)